παπαβερώδη

παπαβερώδη
τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 640 είδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, από τις οποίες οι παπαβερίδες είναι από τις σημαντικότερες οικογένειες που παράγουν φαρμακευτικές ουσίες, με σπουδαιότερο γένος το παπάβερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σανγκουιναρία — και σαγκουιναρία και σαγκουινάρια, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη, με ένα μόνον είδος, που είναι πολυετής πόα τής Βόρειας Αμερικής με παχύ ρίζωμα το οποίο περιέχει… …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνιο — το / χελιδόνιον, ΝΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”